- μογισαψεδάφα
- μογισαψεδάφα, ἡ (Α)ως επίθ. (κωμική λ. για την ποδάγρα) αυτή που μόλις αγγίζει το έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγις «μόλις, μετά βίας» + θ. αψ- τού ἅπτομαι + ἔδαφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μογισαψεδάφα — μογισαψεδάφᾱ , μογισαψεδάφα hardly touching the ground fem nom/voc/acc dual μογισαψεδάφᾱ , μογισαψεδάφα hardly touching the ground fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)